- προσκηρυκευομαι
- προσκηρυκεύομαιπροσ-κηρῡκεύομαιвысылать глашатая Thuc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσκηρυκεύομαι — Α στέλνω κήρυκα σε κάποιον («Βοιωτοὺς δὲ καὶ Φωκέας πείσειν φασὶν ἐς δύναμιν προσκηρυκευόμενοι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κηρυκεύω «είμαι κήρυκας»] … Dictionary of Greek
προσκηρυκευόμενοι — προσκηρυκεύομαι send a herald to pres part mp masc nom/voc pl προσκηρῡκευόμενοι , προσκηρυκεύομαι send a herald to pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)